κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή … Dictionary of Greek
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… … Dictionary of Greek
νηματέλμινθες — Τύπος ασπόνδυλων με σώμα κυλινδρικό, μη μεταμερικό, γενικά χωρίς κινητικές αποφύσεις, του οποίου η επιδερμίδα έχει σκληρυνθεί από μια ουσία ανάλογη με τη χιτίνη των εντόμων. Εξαιτίας της μορφής του σώματός τους, οι ν. λέγονται λαθεμένα και… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek